Τι ετοιμάζει η κυβέρνηση για συναλλαγές, αποδείξεις και αφορολόγητο

0
438

Την ώρα που οι δανειστές πιέζουν την ελληνική κυβέρνηση να αλλάξει εδώ και τώρα τους συντελεστές του ΦΠΑ, στο πλαίσιο του κειμένου που συμφωνήθηκε στο Eurogroup την 20η Φεβρουαρίου, το οικονομικό επιτελείο θέλει να προωθήσει με ταχύτατο βήμα παρεμβάσεις που θα εξασφαλίσουν περισσότερα έσοδα για τα κρατικά ταμεία από το συγκεκριμένο «μέτωπο» χωρίς να εμφανιστεί ότι προχωρεί σε αυξήσεις φόρων.

Έτσι, ενώ εντείνονται οι πιέσεις προς την κυβέρνηση είτε να καταργήσει το ευνοϊκό καθεστώς του ΦΠΑ στα νησιά και να «εξαφανίσει» τον υπερχαμηλό συντελεστή του 6,5% (σ.σ.: εφαρμόζεται σε ξενοδοχεία, εμβόλια, βιβλία και εφημερίδες) το επιτελείο στην Καραγιώργη Σερβίας αλλά και στην αντιπροεδρία της κυβέρνησης φαίνεται να προωθεί με γρήγορες διαδικασίες σειρά μέτρων όπως:

• η υποχρεωτική πραγματοποίηση συναλλαγών πάνω από ένα ύψος μέσω τραπεζικού συστήματος,

• η ηλεκτρονική διασύνδεση με το Taxisnet όχι μόνο των ταμειακών μηχανών αλλά όλων των συναλλασσόμενων

• η απευθείας μεταφορά του ΦΠΑ σε τραπεζικό λογαριασμό του δημοσίου χωρίς τη «μεσολάβηση» εμπόρων ή επιχειρήσεων.

Πέραν αυτών των μέτρων που έχουν συμπεριληφθεί και στο 26σέλιδο κείμενο των ελληνικών προτάσεων προς τους «θεσμούς» φαίνεται να εξετάζεται σοβαρά και ένα ακόμη: ναι μεν να αυξηθεί το αφορολόγητο για μισθωτούς και συνταξιούχους αλλά αυτό να μην δίδεται άκριτα σε όλους παρά μόνο ως «αντάλλαγμα» για την προσκόμιση αποδείξεων οι οποίες μάλιστα θα συλλέγονται με ηλεκτρονικές μεθόδους.

Ειδικότερα, η συγκεκριμένη πρόταση έχει ως εξής: Ο φορολογούμενος να μπορεί να έχει αφορολόγητο -από το πρωθυπουργικό περιβάλλον την προηγούμενη εβδομάδα κατέστη σαφές ότι ο στόχος είναι το αφορολόγητο της κλίμακας να διαμορφωθεί στα 12.000 ευρώ (από περίπου 9500 ευρώ που είναι σήμερα) και μάλιστα να ισχύσει και για τα εισοδήματα του 2015- μόνο αν προσκομίζει αποδείξεις.

Στην πραγματικότητα, κάτι ανάλογο ισχύει και σήμερα καθώς αν ένας μισθωτός ή ένας συνταξιούχος δεν προσκομίσει αποδείξεις, επιβαρύνεται με πρόστιμο το οποίο αντιστοιχεί στο 22% της αξίας των αποδείξεων που δεν θα εμφανίσει. Ποια είναι η διαφορά;

Με το ισχύον καθεστώς, από έναν μισθωτό ζητείται να φέρει αποδείξεις που αντιστοιχούν μόλις στο 10% του εισοδήματός του. Δηλαδή, εργαζόμενος με εισόδημα 15.000 ευρώ, μπορεί να φέρει αποδείξεις 1500 ευρώ και να εξασφαλίσει την έκπτωση φόρου των 2100 ευρώ που μεταφράζεται στο αφορολόγητο των 9500 ευρώ (σ.σ.: με το ισχύον καθεστώς, το αφορολόγητο δίδεται έμμεσα. Στην πραγματικότητα ο φόρος υπολογίζεται κανονικά αλλά για τους χαμηλόμισθους και τους χαμηλοσυνταξιούχους χορηγείται έκπτωση φόρου η οποία μπορεί να φτάσει και στα 2100 ευρώ).

Το ζητούμενο για τους εισηγητές της συγκεκριμένης πρότασης, είναι να αυξηθεί η αξία των απαιτούμενων αποδείξεων και ο μισθωτός να καταλήξει να φορολογείται -τουλάχιστον σε έναν βαθμό- περίπου όπως ο ελεύθερος επαγγελματίας (δηλαδή «έσοδα μείον έξοδα»).

Έχουν κατατεθεί και πιο «τολμηρές» προτάσεις όπως να μην μπαίνει φραγμός στα 12.000 ευρώ αλλά και ο μισθωτός να φορολογείται ακριβώς όπως ο ελεύθερος επαγγελματίας: έσοδα μείον έξοδα. Αυτό το μέτρο, ναι μεν θα πλήξει τα έσοδα από το φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (δεδομένου ότι εισοδήματα έως και 15.000 ευρώ εμφανίζουν περίπου τέσσερα εκατομμύρια φορολογούμενοι από τα συνολικά έξι εκατομμύρια που κάνουν φορολογική δήλωση) ωστόσο, εκτιμάται ότι μπορεί να εκτοξεύσει τα έσοδα τόσο από τον ΦΠΑ όσο και από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων.

Και αυτό διότι εκτιμάται ότι οι περισσότερα από πέντε εκατομμύρια φορολογούμενοι (τόσοι είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι) θα μεταμορφωθούν σε πραγματικούς κυνηγούς αποδείξεων.

Ένα αντίστοιχο μέτρο είχε δοκιμαστεί το 2011 όταν χορηγήθηκε έκπτωση φόρου επί της αξίας των αποδείξεων που θα προσκόμιζαν οι φορολογούμενοι. Κόντεψε να τινάξει στον αέρα τον προϋπολογισμό δημιουργώντας αύξηση των επιστροφών φόρου πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ ανοίγοντας τον δρόμο για την επιβολή του ΕΕΤΗΔΕ.

Η αιτία της αποτυχίας ήταν ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ελέγχου της αυθεντικότητας των συναλλαγών. Οι αποδείξεις κατέφταναν στις εφορίες σε σακούλες χωρίς να μπορεί να αποδειχθεί αν το ποσό που αναγραφόταν σε καθεμιά από τις 5,5 εκατομμύρια δηλώσεις που είχαν υποβληθεί τότε, ανταποκρίνεται ή όχι στην πραγματικότητα. Για να ξεπεραστεί αυτός ο σκόπελος, εξετάζεται το ενδεχόμενο για το «χτίσιμο» του αφορολογήτου να λαμβάνονται υπόψη μόνο οι συναλλαγές που θα γίνονται με κάρτα οποιασδήποτε μορφής (φοροκάρτα, κάρτα του πολίτη, πιστωτική, χρεωστική κλπ).

Ανεξάρτητα από το αν θα προχωρήσει ή όχι το μέτρο με τις αποδείξεις, ήδη στο υπουργείο Οικονομικών προωθούνται οι επαφές για την υλοποίηση των υπόλοιπων μέτρων που περιλαμβάνει το 26σελιδο κείμενο της ελληνικής πρότασης:

1. Θα προχωρήσει ηλεκτρονική διασύνδεση με το Taxisnet όχι μόνο των ταμειακών μηχανών αλλά και των υπόλοιπων συναλλασσόμενων (ελεύθερων επαγγελματιών, επιτηδευματιών κλπ).

2. Για όλες τις συναλλαγές άνω των 1500 ευρώ, ο ΦΠΑ θα κατατίθεται στον τραπεζικό λογαριασμό του δημοσίου την ώρα της συναλλαγής. Αντίστοιχη υποχρέωση, θα υπάρχει και για τις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων από τα 500 ευρώ και πάνω.

3. Οι λοταρίες των αποδείξεων θα προχωρήσουν στα πρότυπα της Πορτογαλίας και συνδυαστικά με την ηλεκτρονική διασύνδεση των ταμειακών και των λοιπών φορολογικών μηχανισμών. Και αυτό προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα διασταύρωσης των πληροφοριών που θα συλλέγονται μέσω της λοταρίας με αυτές που θα έρχονται από τις επιχειρήσεις.

4. Προωθείται επίσης η αγορά ειδικού λογισμικού καθ’ υπόδειξη των βελγικών φορολογικών αρχών, το οποίο λειτουργεί ως «σύστημα συναγερμού» για τον εντοπισμό επιχειρήσεων ύποπτων για φοροδιαφυγή ΦΠΑ.